Γιάννη Παπαμιχαήλ,
τ.Καθηγητή Εκπαιδευτικής
Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
Μια Προοπτική Επιστημονικής Απάντησης στην Τεχνοεπιστημονική Θεολογία του Χαράρι
Όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί διαπιστώνουν με κάποια ανησυχία και απογοήτευση ότι καμία πραγματική παιδαγωγική διαδικασία, καμία παράδοση γνώσεων, μεθόδων σκέψης και αξιών από την προηγούμενη στην επόμενη γενιά, δεν θα πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένη, τόσο μέσα όσο και έξω από τις σχολικές αίθουσες. Το παραπάνω πρέπει να μπει σε συνάρτηση με την γενικότερη απαξίωση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού, τόσο από τους μαθητές, όσο και από τους διάφορους γονείς και κηδεμόνες που περιφέρονται (και συχνά παραφέρονται), γύρω από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Οι νεότερες «απομαγευμένες» συνειδήσεις φαίνονται όλο και πιο συχνά να έχουν κυριολεκτικά μαγευτεί από τις πληροφορίες, τις επικοινωνιακές δυνατότητες, τα διαδραστικά παιχνίδια – από «πράγματα» δηλαδή στα οποία έχουν πρόσβαση μέσω των έξυπνων κινητών. Πρόκειται ίσως για μια αισθητηριακή και γνωστική μεταβολή που με ψυχολογικούς, ίσως και με ανθρωπολογικούς όρους, συνιστά ένα αποφασιστικό βήμα προς την πρόωρη διπλή αποκοπή των διαδικασιών ανάπτυξης της λογικής (ατομικής και κοινής σε όλα τα ανθρώπινα άτομα): αποκοπή αφενός από το κοινωνιοϊστορικό διυποκειμενικό πλαίσιο της ανθρώπινης επικοινωνίας, αφετέρου από το αισθητό, το χειροπιαστό, το σωματικά γνώριμο, το συγκεκριμένο. Συνιστά με άλλα λόγια ένα βήμα προς την συμβολική αποκοινωνιοποίηση και αποϋλοποίηση των πραγματικών θεμελίων της ανθρώπινης συνείδησης. Θα λέγαμε ότι ακόμα και η ζωντανή ανθρώπινη φωνή ή το τυπωμένο σε χαρτί βιβλίο, για τους νέους που μεγαλώνουν μετά το 2007 (όταν ο Steve Jobs αποκάλυψε το iphone) τείνουν να χάσουν το κύρος τους, την επαφή τους με την πραγματικότητα: για τα νέα παιδιά, αυτές οι «παλιές» κοινωνιογνωστικές πραγματικότητες (του δασκάλου που παραδίδει, του τυπωμένου βιβλίου που διαβάζεται με προσοχή κλπ.) μοιάζουν λίγο με μουσειακά είδη. Κάνουν όλο και περισσότερους εφήβους να χασμουριούνται από ανία.
Ίσως βέβαια οι παραπάνω απογοητευμένοι εκπαιδευτικοί να υπερβάλλουν. Εν μέρει τουλάχιστον. Διότι θα παρατηρούσαμε πως υπάρχουν ακόμα αρκετοί διδάσκοντες που σαγηνεύουν με τη διδασκαλία τους τους μαθητές ή έστω κεντρίζουν το ενδιαφέρον τους. Υπάρχουν ακόμα γονείς που σέβονται τους δασκάλους των παιδιών τους, ακόμα και αν για κάποιους λόγους δεν τους εκτιμούν ως παιδαγωγούς. Υπάρχουν αρκετοί ενήλικοι που θα μπορούσαν να θεωρηθούν με τις ιδέες και τις πράξεις τους, «λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση». Υπάρχουν αρκετοί μαθητές που καταλαβαίνουν ακόμα την αξία ενός καλού βιβλίου ή μιας παιδαγωγικής προσπάθειας να τους κάνει να σκεφτούν πως να υπερβούν τα γνωστικά εμπόδια και τις δυσκολίες της διδακτέας ύλης. Θα έλεγε εντούτοις κανείς ότι παρόμοιες μέχρι πρόσφατα κανονικότητες τείνουν να καταντήσουν εξαιρέσεις, διευκολύνοντας τον ήπιο χαρακτήρα της μετάβασης στη «νέα ψηφιακή εποχή». Άλλωστε, η εμπειρία της πρόσφατης διαχείρισης σημαντικών ασθενειών, ήδη έδειξε ότι ένα μεγάλο τμήμα της ενήλικης ανθρωπότητας καταπίνει με απίστευτη ευκολία οτιδήποτε, οποιοδήποτε αφήγημα διαβιβάζεται στους πολίτες μέσα από τις οικιακές οθόνες, ενώ παράλληλα δείχνουν μεγάλες επιφυλάξεις απέναντι στις διαψεύσεις του εκάστοτε αφηγήματος, που είτε παραμένουν τυπικά ανεπίσημες, είτε προέρχονται από την καθημερινή, φυσική και κοινωνική εμπειρία του καθενός.
Η μετάβαση από τον Homo Sapiens στον Μετάνθρωπο ως νέα θεολογία
Είναι θεμιτό λοιπόν να υποθέσουμε ότι στην προέκταση όλων αυτών, «κάπου εκεί», οι φαινομενικά ρεαλιστικές προβλέψεις των διαφόρων Χαράρι περί «χακαρίσματος των εγκεφάλων» αποκτούν το πραγματικό, πολιτισμικό, «μετανθρώπινο» νόημά τους. Αν βέβαια μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί όντως μια τεχνολογική πρόοδο, «χαράρι της»!
Όμως, σε πείσμα των μετανθρωπιστών της διπλανής πόρτας και των αφελών ανθρωπολογικών αφηγημάτων που ενθουσιάζουν τους απανταχού θαυμαστές των Χαράριδων, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: τι είναι και πως εξελίσσεται από οντογενετικής και ανθρωπολογικής άποψης η σκέψη ενός όντος ενσώματου και κατ’ εξοχήν κοινωνικού όπως ο άνθρωπος; Με ποιες λειτουργίες, σε ποιο περιβάλλον, σε ποιες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες αναπτύσσεται ο νεοφλοιός; Λόγου χάρη, ποιος ήταν ο ρόλος της αναγκαίας κοινωνικής συνεργασίας των κυνηγών – τροφοσυλλεκτών στην επιβίωση και εξέλιξή τους ως είδος;
Δεν πρόκειται για άλυτα φιλοσοφικά μυστήρια, αλλά για πραγματικά επιστημονικά προβλήματα, που παρά τις αναμφισβήτητες προόδους στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής, για την σταδιακή και πραγματική επίλυσή τους, δεν επιδέχονται απλουστευτικές, εργαλειακές, αυστηρά τεχνοεπιστημονικές απαντήσεις. Ίσως, δεν επιδέχονται απαντήσεις που είναι κυρίως οργανωμένες γύρω από το αναλογικό παράδειγμα του ασώματου και ασυγκίνητου ηλεκτρονικού υπολογιστή: Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι απλώς ένας ψηφιακός επεξεργαστής πληροφοριών που θα ήταν από την φύση του (;) προγραμματισμένος να λειτουργεί «σαν» ένας μεγάλος σύγχρονος υπολογιστής.
Αφού γίνεται τόσος λόγος περί της μετάβασης από τον Homo Sapiens στον Μετάνθρωπο, δεν θα έπρεπε λοιπόν να αναρωτηθούμε πιο συστηματικά για το «τι είναι» και από που προέκυψε αυτός ο Sapiens; Σε ποιες υλικές και περιβαλλοντικές καταστάσεις α-πορίας (έλλειψης πόρων αναγκαίων για την επιβίωση), σταδιακής εγκατάστασης των νομαδικών ανθρώπινων πληθυσμών σε κάποιο συγκεκριμένο έδαφος, πολλαπλασιασμού των παραγωγικών δραστηριοτήτων επί της γης, κατανομής της εργασίας ανάμεσα στα φύλα, στις ηλικίες κλπ., αναπτύχθηκαν και ιεραρχήθηκαν άραγε οι ανθρώπινες κοινωνίες, σταθεροποιήθηκαν καταρχάς συναισθηματικά και στη συνέχεια πολιτικά οι δεσμοί και οι αντιπαλότητες μεταξύ των ατόμων και των κοινωνιών; Σε ποιες συνθήκες εξελίχθηκαν τα συμβολικά και υλικά εργαλεία τους, οικοδομήθηκαν οι πολιτισμοί ως ενδιάμεσοι μεταξύ αφενός των ανθρώπινων ατόμων και αφετέρου της αντίξοης φύσης; Πως και πότε συνεπώς αναπτύχθηκαν οι λογικές και οι τεχνικές δεξιότητες και οι γνώσεις των ατόμων που με την εκπαίδευσή τους μαθαίνουν την χρήση λίγων ή πολλών πολιτισμικών ενισχυτών (J. Bruner) της ατομικής σκέψης (γλώσσα, συστήματα συμβολισμών, αρίθμησης, υπολογισμού, επιστημονικές έννοιες, τεχνολογίες χαρακτηριστικές μιας εποχής κλπ.);
Συνοπτικά, τόσο για τους βιολόγους όσο και για τους ανθρωπολόγους, η μετάβαση στον Sapiens σηματοδοτεί μια σύνθετη βιολογικο-κοινωνική εξελικτική διαδικασία όπου η βιολογική σφαίρα της εξέλιξης δεν είναι ποτέ ανεξάρτητη της κοινωνικής, ούτε βέβαια «έρχεται πρώτη και συμπληρώνεται» από την κοινωνική. Όπως έχουν δείξει οι έρευνες, ίσως το ιδιαίτερο γνώρισμα του Homo Sapiens είναι ότι το νεογέννητό του γεννιέται «πρόωρα» από την άποψη της ανάπτυξης του εγκεφάλου του, η οποία σε μεγάλο βαθμό λαμβάνει χώρα μετά την γέννησή του – γι’ αυτό άλλωστε το μικρό αυτό πλάσμα είναι ανίκανο να επιβιώσει μόνο του, χωρίς την φροντίδα του άμεσου κοινωνικού του περιβάλλοντος. Χωρίς αυτή την φροντίδα – με απλοϊκούς όρους, αυτήν την «αγάπη των γονέων για το παιδί» και χωρίς την απαγόρευση ή το αρχέγονο ταμπού της ανθρωποφαγίας, το ανθρώπινο είδος απλώς δεν θα είχε υπάρξει ποτέ επί του πλανήτη ή θα είχε εξαφανιστεί πολύ σύντομα. Πιο σύγχρονες έρευνες (Hausler M., Frenandiѐre P., Απρίλιος 2022, Communications Biology), όχι μόνο επιβεβαιώνουν αυτό το δεδομένο, αλλά και εγγράφουν την εγκεφαλική ανωριμότητα του ανθρώπινου νεογέννητου – συνεπώς, την κοινωνιογενή του μετέπειτα ανάπτυξη, σε μια εξελικτική διαδικασία που εμφανίζεται πολύ πριν τον Sapiens (και ενδεχομένως ερμηνεύει την μετέπειτα εμφάνισή του), ήδη με τον Αυστραλοπίθηκο, δηλαδή με τα δίποδα που προηγήθηκαν του Sapiens κατά 2-3 εκατομμύρια χρόνια.
Τι θα ήταν λοιπόν μια ανθρώπινη ατομική νοημοσύνη νοούμενη αποκλειστικά ως νευρωνική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από την κοινωνική και ιστορική της εγγραφή;