Ε.Φ. Κονόπλυα
Ινστιτούτο Ραδιοβιολογίας της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών του Μπελάρους
Εισαγωγή
Παρόλο που οι δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ της ΕΜRΟ και του Πανεπιστημίου Γεωργίας της Οκινάβας είναι πολύπλευρες, τρεις τομείς χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
1. Τα αποτελέσματα εφαρμογής του ΕΜ-1 στη γεωργία και οι πιθανοί μηχανισμοί δράσης του.
2. Η εφαρμογή του ΕΜ-1 στην κτηνοτροφία και η επίδρασή του σε οργανισμούς.
3. Η αναγνώριση της δυνατότητας εφαρμογής των ΕΜ-1 και ΕΜΧ στο ατύχημα Τσερνομπίλ για την εξάλειψη των συνεπειών πυρηνικών συμβάντων.
Σήμερα συγκεντρώνονται πολλά στοιχεία για την εφαρμογή των ΕΜ-1 και ΕΜΧ στη γεωργική παραγωγή. Τέτοια στοιχεία δημοσιεύθηκαν επίσης στο Μπελάρους τα τελευταία 1.5 χρόνια. Η ακόλουθη πραγματεία δίνει έμφαση στις πληροφορίες αυτές, περιλαμβάνοντας και την ανθοκομία. Τίθεται όμως άλλο ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: ποια είναι η αιτία των θετικών αποτελεσμάτων, τα οποία οδηγούν στην αύξηση της παραγωγικότητας?
Η Επίδραση στα φυτά
Το πρώτο σημείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη, είναι η επίδραση του ΕΜ-1 στη βλάστηση των φύτρων. Αυτός είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που οδηγεί στην αυξημένη παραγωγικότητα.
Η προσοχή μας εστιάζεται σε αυτή την παρουσίαση σε δυο φυτά: στη βρώμη (Gramineae) και στη σόγια(Leguminosae). Ο εμβολιασμός του εδάφους έγινε τρεις φορές, ένα μήνα πριν τη σπορά, κατά τη διάρκεια της σποράς και μετά τη σπορά. Η καλύτερη επίδραση, στη βλάστηση βρώμης και σόγιας, υπήρξε κατά τη διάρκεια και μετά τη σπορά, αυξάνοντας τη σοδειά κατά 30%.
Στο δεύτερο πείραμα, το οποίο εφαρμόστηκε σε λεμονιές, έπαιξε η κατάσταση του ριζικού συστήματος μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξή τους. Σε αυτό το πείραμα παρατηρήσαμε με τη χρήση του ΕΜ-1 μία αύξηση στην ανάπτυξη της ρίζας, κατά 15-20% και πλέον, καθώς και αύξηση στον αριθμό βλαστών, στις κορυφές των φυτών αλλά και στην ανάπτυξη του όλου ριζικού συστήματος. Με τον εμβολιασμό του εδάφους με ΕΜ-1, το μήκος της ρίζας αυξάνεται σχεδόν κατά 10%. Η ανάπτυξη του φυτού της σόγιας και ειδικά της βρώμης επισπεύδεται και το φυτό της σόγιας αποκτά πλουσιότερο φύλλωμα.
Ο πλέον σημαντικός παράγοντας που καθορίζει την παραγωγικότητα, είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μηχανισμός φωτοσύνθεσης των φυτών και ιδιαίτερα ο βαθμός παραγωγής χλωροφύλλης. Το ΕΜ-1 επιδρά στα φυτά, επιφέροντας αύξηση στην παραγωγή χλωροφύλλης και στο πείραμα της βρώμης και της σόγιας η παραγωγή χλωροφύλλης υπερδιπλασιάστηκε.
Παράλληλα με αυτή τη διαδικασία λαμβάνει χώρα και η διαδικασία της ανάπτυξης του φυτού, που εκδηλώνεται με την αύξηση παραγωγής πρωτεϊνών. Με την επίδραση του ΕΜ-1, η αύξηση αυτή ήταν πιο εμφανής στη βρώμη απ’ ότι στη σόγια. Προφανώς όμως αυτό το αποτέλεσμα συνδέεται μονάχα με το συγκεκριμένο πείραμα στο οποίο υπήρχαν οι ιδανικές συνθήκες. Επίσης είναι απαραίτητο να γνωρίζει κανείς, ότι γενικά στη σόγια υπήρχε πιο αυξημένη παραγωγή πρωτεϊνών απ’ ότι στη βρώμη.
Εκτός από την αναζήτηση της καλύτερης μεθόδου εφαρμογής του ΕΜ-1 στο έδαφος, η ποσότητα του σκευάσματος που χρησιμοποιείται είναι εξίσου σημαντική. Για τον σκοπό αυτό εξετάστηκε η εισαγωγή από τέσσερις κύριες δοσολογίες του ΕΜ-1 στο έδαφος. Οι δοσολογίες αυτές ήταν 0.3, 0.6, 3.0 και 30.0 ml του αρχικού σκευάσματος για 1.0 m2 νερό σε τρεις δόσεις. Οι μικρές δοσολογίες από ΕΜ-1 παρουσίασαν καλύτερα αποτελέσματα. Η μέγιστη επίδραση του ΕΜ-1 στη βρώμη και στη σόγια επιτεύχθηκε με τη δοσολογία των 0.3ml/m2. Η χρήση μεγαλύτερης ποσότητας του σκευάσματος δεν οδήγησε στην αύξηση της περιεκτικότητας σε χλωροφύλλη. Η μεγαλύτερη επίδραση επιτεύχθηκε με την μεγαλύτερη δοσολογία από ΕΜ-1 – 30.0ml/m2.
Τα ίδια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν επίσης, όσον αφορά την περιεκτικότητα των φυτών σε πρωτεΐνες. Το καλύτερο αποτέλεσμα στη βρώμη επιτεύχθηκε επίσης, χρησιμοποιώντας τη μικρότερη δοσολογία του ΕΜ-1, δηλαδή των 0.3ml/m2. Ωστόσο στη σόγια οι διαφορές αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικές.
Οι διαδικασίες αυτές δεν θα ήταν δυνατές χωρίς την ενεργοποίηση των ενζύμων στα φυτά. Για το λόγο αυτό, στο δεύτερο στάδιο, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση του συστήματος ενζύμων στα φυτά κάτω από την επιρροή του ΕΜ-1. Βρέθηκε, πως η χρήση του ΕΜ-1 οδηγεί στην ενεργοποίηση του ΑΤPase , το οποίο προωθεί την διάσπαση του ARP (την κύρια πηγή ενέργειας των φυτών), απελευθερώνοντας ορθοφωσφορικά άλατα, τα οποία είναι απαραίτητα για τη διαδικασία του μεταβολισμού, συμπεριλαμβανόμενης της διάπλασης με πρωτεΐνες, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως. Η χρήση του σκευάσματος σε δοσολογία 0.6-3.0 ml/m2, ήταν ιδανική για τη βρώμη όπως και για τη σόγια.
Η δραστηριότητα της chlorophyllase (ένα ακόμη ένζυμο, το οποίο συμμετέχει στη διαδικασία φωτοσύνθεσης και ρυθμίζει το ποσοστό του περιεχομένου σε χλωροφύλλη, προερχόμενο από τη διάσπασή της) έχει την τάση να μειώνεται. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται στη βρώμη όπως και στη σόγια. Η σημαντικότερη μείωση της δραστηριότητας της chlorophyllase λαμβάνει χώρα με την εισαγωγή 0.6-3.0 ml/m2 του σκευάσματος στο έδαφος.
Είναι απαραίτητη η εστίαση της προσοχής, στην επίδραση που έχει το ΕΜ-1 στη διαδικασία της υπεροξείδωσης στα φυτά. Το συγκεκριμένο ένζυμο ενεργοποιεί τη διαδικασία οξείδωσης στα κύτταρα ζωντανών οργανισμών και συμβάλλει στην παροχή προστατευτικών λειτουργιών, οδηγώντας στην καταστροφή των υδρο-υπεροξειδοτικών που δημιουργούνται στα φυτά, όπως και στην καταστροφή άλλων υπέρ- οξειδωμένων τοξικών συστατικών. Όπως αποδείχτηκε με άλλους δείκτες μεγέθους και ανάπτυξης φυτών, η χρήση του ΕΜ-1 οδηγεί στην αύξηση λειτουργίας της υπεροξείδωσης στα φυτά. Η πιο σημαντική αύξηση γίνεται με την χρήση δοσολογίας 0.3-3.0 ml/m2 του σκευάσματος. Ο δείκτης αυτός μειώνεται σε αυξημένες δοσολογίες – 30.0 ml/m2.
Συνεπώς, η χρήση του ΕΜ-1 οδηγεί στην αύξηση της βλάστησης και της ανάπτυξης των φυτών. Αυτό συνδέεται με την ενεργοποίηση των διαδικασιών φωτοσύνθεσης στα φυτά αλλά και με την προστατευτική τους ιδιότητα. Τέλος, όχι μόνο αυξάνει την παραγωγικότητα αλλά και την ανθεκτικότητα του φυτού.
Επίδραση στην κτηνοτροφία
Ένας άλλος σκοπός της παρούσας έρευνας, ήταν η επιρροή την οποία έχει η χρήση του ΕΜ-1 στην κτηνοτροφία. Από τα δυο υπάρχοντα αποτελέσματα θα συζητηθεί πρώτα η επιρροή της χρήσης του ΕΜ-1 στην εκτροφή χοίρων και ωοτόκων ορνίθων.
Η χρήση του ΕΜ-1 στην εκτροφή χοίρων άρχισε σε ηλικία τεσσάρων μηνών, σε μορφή bokashi. Αρχικά, η καθημερινή αύξηση βάρους ήταν μεγαλύτερη στην ομάδα των χοίρων χωρίς ΕΜ-1,. Στο τέλος του δεύτερου μήνα οι δύο ομάδες είχαν το ίδιο βάρος. Μετά από 3 μήνες χρήσης του ΕΜ-1, ο μέσος όρος καθημερινής αύξησης βάρους στην ομάδα με ΕΜ-1 ήταν κατά 250g (ή 1,5 φορές) μεγαλύτερη από την ομάδα χωρίς ΕΜ-1. Μετά από 4 και 5 μήνες, μειώθηκε ο δείκτης αυτός, αν και παρέμεινε αρκετά υψηλός.
Το ΕΜ-1 προστέθηκε στην τροφή των πουλερικών από την δέκατη μέρα της ζωής τους. Αρχικά, το βάρος των πουλερικών στην ομάδα ελέγχου ήταν κάπως μεγαλύτερο, ωστόσο 30 μέρες αργότερα η πειραματική ομάδα πουλερικών ξεπέρασε σε βάρος την ομάδα χωρίς ΕΜ-1. Μετά από 50 μέρες η διαφορά ήταν 150g.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο καθορισμός της περιόδου χρήσης του ΕΜ-1, η οποία επέφερε τη μεγαλύτερη δυνατή επίδραση. Η μεγαλύτερη αύξηση βάρους σε πουλερικά παρατηρήθηκε μετά από 20 μέρες χρήσης του ΕΜ-1. Παραμένει στο ίδιο επίπεδο τις επόμενες 20 μέρες, ενώ στη συνέχεια έχει την τάση να μειώνεται όπως στους χοίρους.
Τίθενται όμως και κάποια ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που επηρεάζεται ο οργανισμός από τη δράση του ΕΜ-1 καθώς με την πιθανή αιτία, στην οποία οφείλεται η αύξηση του βάρους. Από τα αποτελέσματα προκύπτουν δυο πιθανότητες. Το ΕΜ-1 επιδρά στην περιεκτικότητα μυϊκής πρωτεΐνης και, επειδή υπήρχε επιτάχυνση στην ανάπτυξη πουλερικών, στον μεταβολισμό ασβεστίου και φωσφόρου. Πολλές λειτουργίες του οργανισμού σχετίζονται με αυτόν τον μεταβολισμό, ιδιαίτερα η αύξηση και η ανάπτυξη του ιστού των οστών.
Η χρήση του ΕΜ-1 στα πουλερικά έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες, κυρίως στους ερυθρούς και λευκούς μυς, επιφέροντας σημαντική αύξηση βάρους στα πουλερικά. Η περιεκτικότητα πρωτεϊνών στο συκώτι δεν αλλάζει, ενώ στη σπλήνα αυξάνεται ελάχιστα. Αυτό δείχνει πως η σπλήνα είναι ευαίσθητη στο ΕΜ-1. Είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η περιεκτικότητα σε νουκλεοσικά οξέα (RNA και DNA, υπεύθυνα για τη γενετική κατάσταση και κληρονομικότητα) δεν αλλάζει.
Αποδεδειγμένης της καλής ανάπτυξης των πουλερικών, ήταν απαραίτητη η μελέτη της κατάστασης μεταβολισμού ασβεστίου και φωσφόρου. Η χρήση του ΕΜ-1 δεν άλλαξε την περιεκτικότητα ασβεστίου στο αίμα, οδήγησε όμως στην αύξηση περιεκτικότητάς του σε φώσφορο. Δεν άλλαξε η ισορροπία οξύτητας και αυξήθηκε η περιεκτικότητα του αίματος και των μυών σε πρωτεΐνες.
Η ανάλυση περιεκτικότητας ασβεστίου στα οστά των πουλερικών έδειξε μια μείωση, συνοδευόμενη από την αύξηση περιεκτικότητας σε φώσφορο, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αναλογίας Cα/P στα οστά. Μπορούμε, αξιολογώντας τα στοιχεία που συλλέχτηκαν, να συμπεράνουμε ότι η ανάπτυξη οστών επιταχύνεται μέσω της δράσης του ΕΜ-1. Ωστόσο, η λήψη ασβεστίου από το σκεύασμα δεν είναι επαρκής για τη γρήγορη ανάπτυξη των πουλερικών. Συνεπώς, μπορούμε να επιτύχουμε ακόμα καλύτερα αποτελέσματα, προσθέτοντας στην τροφή άλατα ασβεστίου. Αυτό είναι εξίσου σημαντικό για ωοτόκες όρνιθες. Σκοπεύουμε να αντιμετωπίσουμε μελλοντικά το πρόβλημα αυτό σε συνεργασία με την EMRO.
Η χρήση του ΕΜ-1 στην κτηνοτροφία και στην εκτροφή πουλερικών αυξάνει κατά συνέπεια τη παραγωγικότητα και επηρεάζει ευνοϊκά διάφορες διαδικασίες μεταβολισμού. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, η βελτίωση της τροφής σε ιδανικό βαθμό μπορεί να επιφέρει την ενίσχυση των θετικών αποτελεσμάτων της εφαρμογής του ΕΜ-1.
Το ΕΜ σε πυρηνικά ατυχήματα
Η έρευνα για τη χρήση των Ενεργών Μικροοργανισμών στην μείωση των καταστροφικών συνεπειών του Τσερνομπίλ, πραγματοποιήθηκε με δυο τρόπους: πρώτον, με την εισαγωγή του ΕΜ-1 στο έδαφος για τη μείωση μεταφοράς των ράδιο-πυρηνικών ουσιών στην παραγωγή λαχανικών, και συνεπώς για τη μείωση των συνεπειών αυτών των ουσιών. Δεύτερον, με την χρήση του ΕΜΧ, ως μέσο προστασίας από την ραδιενεργό ακτινοβολία σε οργανισμούς.
Πρώτη εφαρμογή
Όπως ήταν αναμενόμενο, η εισαγωγή του ΕΜ-1 στο έδαφος δεν οδήγησε στη μείωση μεταφοράς του Cesium-137 από το έδαφος στα φυτά, αντίθετα: αυξήθηκε. Το μεγαλύτερο αποτέλεσμα επιτεύχθηκε εισάγοντας μια χαμηλή δοσολογία του ΕΜ-1 στο έδαφος. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και στα δύο, βρώμη και σόγια. Είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι το Cesium - 137 και το Strontium – 90 είναι ράδιο- πυρηνικά στοιχεία μεγάλης διάρκειας ζωής και καθορίζουν την ραδιενεργό κατάσταση.
Όσον αφορά την επίδραση του ΕΜ-1 στο Strontium – 90, παρατηρήθηκε ακόμη μια παράμετρος. Η εισαγωγή του ΕΜ-1 στο έδαφος προκαλεί κατά κανόνα τη μείωση της μεταφοράς του Strontium από το έδαφος στα φυτά και τη συσσώρευσή του σε αυτά. Η επίδραση αυτή δεν είναι τελείως ξεκάθαρη και χρειάζεται περαιτέρω μελέτη. Τίθεται το ερώτημα: ποια είναι η αιτία αυτής της επίδρασης του ΕΜ-1;
Στην περίπτωση του Cesium, είναι γνωστό ότι 90-95% παραμένει δεσμευμένο στις οργανικές και ορυκτές ουσίες του εδάφους. Η εισαγωγή του ΕΜ-1 έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση ελεύθερης και εύκολα αφομοιώσιμης μορφής Cesium και τη μείωση της δεσμευμένης μορφής του στα φυτά.
Σχετικά με το Strontium παρατηρήθηκαν άλλου είδους αλλαγές. Σε αντίθεση με το Cesium, μεταλλάχθηκε ως 50% και πλέον σε ελεύθερη μορφή, κάνοντας πιο εύκολη την απορρόφησή του από τα φυτά. Η χρήση του ΕΜ-1 οδηγεί στη μείωση της ελεύθερης μορφής του strontium και της συγκράτησής του στο έδαφος, σε μορφή δεσμευμένου σταθερού συμπλέγματος. Διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν αυτές τις διαδικασίες και είναι απαραίτητο να γίνουν περαιτέρω πειράματα και αναλύσεις.
Επομένως, η εισαγωγή του ΕΜ-1 σε έδαφος μολυσμένο με ραδιενεργό ακτινοβολία, επηρεάζει την κατάσταση των περιεχόμενων ράδιο-πυρηνικών ουσιών με διαφορετικό τρόπο. Παραμένει ανοικτή η πιθανότητα επίδρασης του ΕΜ-1 στη μεταφορά των ράδιο-πυρηνικών ουσιών από το έδαφος στα φυτά, στην εισαγωγή τους στην τροφική αλυσίδα και στη συσσώρευση τους στο ανθρώπινο σώμα, επηρεάζοντας έτσι τις αναλογίες.
Δεύτερη εφαρμογή
Η χρήση του ΕΜΧ ως προστατευτική ουσία από ακτινοβολία. Έγιναν πολλές έρευνες αφότου διαπιστώθηκαν τα πρώτα θετικά αποτελέσματα, διότι η δοσολογία και ο τρόπος χρήσης του ΕΜΧ ήταν μέχρι τότε άγνωστη. Στην εργασία αυτή επιβεβαιώνεται η επίδραση του ΕΜΧ ως προστατευτικού μέσου από την ράδιο-ενεργό ακτινοβολία, χάρη δύο χαρακτηριστικών του: της αντί-οξειδωτικής και της επιδιορθωτικής του ιδιότητας στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Είναι γνωστό, ότι η έκθεση ενός οργανισμού σε ακτινοβολία, οδηγεί στην ενεργοποίηση του υπέρ-οξειδωτικού συστήματος με την διαμόρφωση υπεροξειδίων και τη μείωση λειτουργίας του αντί-οξειδωτικού συστήματος. Στην παρούσα έρευνα η άμεση έκθεση ζώων σε ακτινοβολίες γάμα, συνοδεύονταν από τη συσσώρευση του malonic dialdehide στο αίμα, ένα από τα κύρια προϊόντα της υπέρ-οξείδωσης λιπιδίων. Ταυτόχρονα παρατηρήθηκε η μείωση της αντί-οξειδωτικής δραστηριότητας του αίματος. Η λήψη του ΕΜΧ μετά την έκθεση σε ακτινοβολία (2.5 ml/100g), απέτρεψε τη συσσώρευση του malonic dialdehide στο αίμα καθώς και τη μείωση της αντί-οξειδωτικής δραστηριότητας του αίματος. Η χρήση της διπλάσιας δοσολογίας του ΕΜΧ δεν ενδυνάμωσε την επίδρασή του, πράγμα που δείχνει ότι και στο ΕΜΧ, όπως στο ΕΜ-1, είναι απαραίτητη η επιλογή της ιδανικής δοσολογίας.
Ακόμα καλύτερα αποτελέσματα παρατηρήθηκαν στην χρόνια έκθεση σε ακτινοβολία. Η δραστηριότητα suproxide dismutase στα ερυθρά αιμοσφαίρια - ένα από τα κύρια ένζυμα της αντί-οξειδωτικής προστασίας - μειώνεται μετά από χρόνια έκθεση σε ακτινοβολία, όπως και η αντί-οξειδωτική δραστηριότητα του αίματος. Η χρήση του ΕΜΧ κατά τη διάρκεια της έκθεσης στην ακτινοβολία έφερε τη δραστηριότητα του superoxide dismutase σε φυσιολογικό επίπεδο. Η επίδραση του ΕΜΧ σε δοσολογία 9 ml/100g ήταν πιο σημαντική απ’ ότι στη δοσολογία 13 ml/100g.
Η δραστηριότητα της catalase, το δεύτερο ένζυμο του αντί-οξειδωτικού συστήματος του σώματος, δεν μειώθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα ακτινοβολίας. Ωστόσο, η ακτινοβολία αυξήθηκε μετά τη χρήση του ΕΜΧ, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί ως προστατευτική αντίδραση του σώματος.
Τα ίδια αποτελέσματα προέκυψαν και στα ζώα που βρίσκονταν σε εμβέλεια 30χμ από εστία χρόνιας έκθεσης σε ακτινοβολία. Διαπιστώθηκε η συσσώρευση ακτινοβολίας στον οργανισμού, η αύξηση των υπεροξειδίων και η μείωση του αντί-οξειδωτικού συστήματος του οργανισμού.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί το γεγονός, ότι δεν υπήρξαν αξιοσημείωτες διαφορές στην εξομάλυνση των φαινομένων, στην διαφοροποίηση δοσολογίας από 45.0 σε 125 ml/100g EMX, μέσα σε ένα μήνα. Επίσης, η εφαρμογή 45 ml/100g ΕΜ-1 σε ένα μήνα, είχε τα ίδια αποτελέσματα όπως η εφαρμογή του ΕΜΧ.
Ο ίδιος βαθμός εξομάλυνσης μέσω του ΕΜ-1 και του ΕΜΧ παρατηρήθηκε σχετικά με τη δραστηριότητα του catalase στα ερυθρά αιμοσφαίρια και την αντί-οξειδωτική δραστηριότητα του αίματος, στα ζώα που βρίσκονταν στην εμβέλεια των 30χμ.
Ένας περαιτέρω σημαντικός παράγοντας που διαπιστώθηκε, ήταν ότι στα πειράματα σε ζώα χρόνια εκτεθειμένα σε ακτινοβολία όπως και σε ζώα περιορισμένα στην εμβέλεια των 30χμ ακτινοβολίας, παρατηρήθηκε η μείωση της μάζας της σπλήνας (ένα από τα κύρια όργανα του ανοσοποιητικού συστήματος). Η χρήση του ΕΜΧ προστάτευσε τη μάζα της σπλήνας από τη συρρίκνωσή της κατά τη διάρκεια της ακτινοβολίας.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, έγιναν φέτος προσπάθειες για την προστασία του ανοσοποιητικού συστήματος σε καταστάσεις ακτινοβολίας. Ερευνήθηκαν οι ιδιότητες απορρόφησης, ενεργοποίησης και ταχείας εξάπλωσης των λεμφοκυττάρων του αίματος. Ο περιορισμός των ζώων στην εμβέλεια της ακτινοβολίας επηρέασε την ικανότητα ταχείας εξάπλωσης των λεμφοκυττάρων. Η χρήση του ΕΜΧ σε μεγαλύτερη δοσολογία αλλά και του ΕΜ-1 μείωσαν την επίδραση αυτή, προερχόμενη από την ακτινοβολία. Η κατάσταση λειτουργίας των Τ- και B-κυτταρικών δεκτών μειώνεται με τη χρόνια ακτινοβολία. Η χρήση του ΕΜΧ σε μεγαλύτερη δοσολογία, όπως και η χρήση του ΕΜ-1, είχε προστατευτική επίδραση. Παρόμοια στοιχεία παρατηρήθηκαν σχετικά με τη λειτουργική κατάσταση των δεκτών του interleukin-2, όταν πετύχαμε τη μείωση της επιβλαβούς δραστηριότητας της ακτινοβολίας, χρησιμοποιώντας τα ΕΜΧ και ΕΜ-1. Άλλο ένα συμπέρασμα προερχόμενο από τα στοιχεία που ερευνήθηκαν, είναι το γεγονός ότι το ΕΜ-1 δεν καταδεικνύει την ίδια αποτελεσματικότητα όπως το ΕΜΧ, όσον αφορά την επίδρασή του στην κατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος. Ωστόσο, και το ΕΜΧ αλλά και το ΕΜ-1 έχουν προστατευτικές ιδιότητες κατά των ραδιενεργών ουσιών, ενεργοποιώντας το σύστημα αντί-οξειδωτικής προστασίας, χάρη στην ικανότητά τους να ενεργοποιούν τον οργανισμό για τη σωστή επαναλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Συμπέρασμα
Η ζωή και η ανάπτυξη των φυτών καθορίζεται από πολλούς παράγοντες. Η ενέργεια του ηλιακού φωτός σε συνδυασμό με το διοξείδιο του άνθρακα, που εισέρχονται στο φυτό μέσω του αέρα, αλλά και οι οργανικές και ορυκτές ουσίες, οι οποίες εισέρχονται στο φυτό μέσω του ριζικού συστήματος, τα επηρεάζουν ουσιαστικά. Λόγω της λειτουργίας του φωτοσυνθετικού μηχανισμού των κυττάρων, οι ουσίες αυτές μεταμορφώνονται σε εκείνες που είναι υπεύθυνες για τη διαδικασία δημιουργίας ιστού, την προμήθεια ενέργειας, την αντί-οξειδωτική λειτουργία, τη χλωροφύλλη, το ARP, τις πρωτεΐνες, το αντί-οξειδωτικό σύστημα κ.α. Όλες αυτές οι λειτουργίες ρυθμίζονται από ένζυμα όπως το chlorophyllase, το ATPase, τo peroxidase κ.α.
Οι ραδιενεργές ουσίες, συμπεριλαμβανόμενων και αυτών οι οποίες εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα από την ομαλή καθημερινή λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων και πυρηνικών εργοστασίων, οδηγούν στην διαταραχή αυτών των διαδικασιών. Αυτό επιβεβαιώνεται από αντίστοιχα στοιχεία.
Η χρήση του ΕΜ-1 δρα προς την αντίθετη κατεύθυνση της ακτινοβολίας: ενεργοποιεί τη σύνθεση της χλωροφύλλης, των πρωτεϊνών και των ενζύμων, ευνοώντας την παραγωγή τους. Επίσης αυξάνει την αντί-οξειδωτική προστασία των φυτών και την αντίστασή τους σε επιβλαβείς παράγοντες.
Η επίδραση της χρήσης των ΕΜ-1 και ΕΜΧ, σχετίζεται ουσιαστικά με τη δοσολογία και τη διάρκεια εφαρμογής. Μικρές δοσολογίες μπορούν να αποδειχθούν πιο αποτελεσματικές από μεγαλύτερες. Επίσης, το ΕΜ-1 επιδρά στο χώμα, επηρεάζοντας την κατάσταση των οργανικών και ορυκτών λιπασμάτων, συμπεριλαμβανόμενης και της ράδιο-πυρηνικής συμπεριφοράς. Ωστόσο, οι διαδικασίες αυτές δεν έχουν ερευνηθεί ακόμη και αποτελούν τον επόμενο στόχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου